- αυλητικός
- αὐλητικός, -ή, -όν (Α) [αυλητής]1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητικήη τέχνη του αυλητή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικά — αὐλητικός of neut nom/voc/acc pl αὐλητικά̱ , αὐλητικός of fem nom/voc/acc dual αὐλητικά̱ , αὐλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικῶν — αὐλητικός of fem gen pl αὐλητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικόν — αὐλητικός of masc acc sg αὐλητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικαί — αὐλητικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικοῖς — αὐλητικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικοί — αὐλητικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικοῦ — αὐλητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικούς — αὐλητικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητικῆς — αὐλητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)